σπόγγος

σπόγγος
σπόγγος, ου, ὁ (Hom. et al.; PSI 535, 20 [III B.C.]; 558, 7; loanw. in rabb.—On the spelling B-D-F §34, 5; Mlt-H. 109) sponge (Antig. Car. 158 σπόγγοις πρὸς ξύλοις δεδεμένοις=[water is brought up] by means of sponges tied to poles) Mt 27:48; Mk 15:36; J 19:29.—DELG. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπόγγος — sponge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… …   Dictionary of Greek

  • σπόγγος — ο 1. ζωόφυτο που το πορώδες σώμα του χρησιμοποιείται ως όργανο καθαρισμού, σφουγγάρι. 2. όργανο καθαρισμού του πίνακα στα σχολεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπόγγε — σπόγγος sponge masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοι — σπόγγος sponge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοις — σπόγγος sponge masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοισι — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοισιν — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγον — σπόγγος sponge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγου — σπόγγος sponge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγους — σπόγγος sponge masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”